- αγκιστρώδης
- ἀγκιστρώδης, -ες (Α)ο αγκιστροειδής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + -παραγ. κατάληξη -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκιστρώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀγκιστρώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀγκιστρώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκιστρώδη — ἀγκιστρώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀγκιστρώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀγκιστρώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκιστρώδεις — ἀγκιστρώδης masc/fem acc pl ἀγκιστρώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκιστρώδεσι — ἀγκιστρώδης masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκιστρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 410 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που περιλαμβάνει μόνο τον οικισμό Ά. * * * το (Α ἄγκιστρον) 1. αλιευτικό… … Dictionary of Greek